- σπονδυλίτιδα
- ηφλεγμονή των σπονδύλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπονδυλίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. φλεγμονή ενός ή περισσότερων σπονδύλων, που προκαλείται κυρίως από πυογόνα μικρόβια 2. φρ. α) «τραυματική σπονδυλίτιδα» ιατρ. όψιμη παραμόρφωση τής σπονδυλικής στήλης ύστερα από κάκωση και μετά από περίοδο φαινομενικής ιάσεως, αλλ.… … Dictionary of Greek
αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα — Φλεγμονώδης νόσος που προσβάλλει τις αρθρώσεις της σπονδυλικής στήλης και τις γειτονικές δομές … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
δισκοπάθεια — Πάθηση του μεσοσπονδύλιου δίσκου της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου. Οφείλεται σε αρθρίτιδες ή αρθροπάθειες των σπονδύλων ή ακόμα σε ειδική φλεγμονή (φυματιώδης σπονδυλίτιδα), οπότε διαπιστώνεται συχνά ολοκληρωτική καταστροφή ορισμένων δίσκων.… … Dictionary of Greek
μελιτοκοκκικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον μελιτόκοκκο 2. φρ. ιατρ. α) «μελιτοκοκκική αρθρίτιδα» αρθρίτιδα που προκαλείται από τη βρουκέλλα β) «μελιτοκοκκική σπονδυλίτιδα» η προσβολή ενός σπονδύλου από βρουκέλλωση … Dictionary of Greek
πόττειος — α, ο, Ν φρ. «πόττειος νόσος» ή «πόττειο κακό» ιατρ. η φυματιώδης σπονδυλίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Potťs disease, γαλλ. mal de Pott, από το όν. τού Άγγλου χειρουργού P. Pott που τήν περιέγραψε] … Dictionary of Greek
ιερολαγόνιες αρθρώσεις — Ζεύγος σταθερών αρθρώσεων στο κάτω μέρος του σώματος, που βρίσκονται ανάμεσα σε κάθε πλευρά του ιερού και ενός λαγόνιου οστού. ιερολαγονίτιδα. Φλεγμονή των ι.α., που συνήθως προκαλείται από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συχνά εξελίσσεται σε… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek